αλλοτριοφαγία

αλλοτριοφαγία
η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοτριοφαγίας — ἀλλοτριοφαγίᾱς , ἀλλοτριοφαγία fem acc pl ἀλλοτριοφαγίᾱς , ἀλλοτριοφαγία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριοφαγικός — ή, ό [αλλοτριοφαγία] ο σχετικός με την πάθηση τής αλλοτριοφαγίας …   Dictionary of Greek

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”